σκηνοπηγία

σκηνοπηγία
Ετήσια εβραϊκή γιορτή που αρχίζει τη 15η ημέρα του μήνα Τισρί (έβδομου μήνα του εβραϊκού ημερολόγιου), πέντε μέρες μετά την ημέρα του εξισλαμισμού. Αρχίζει με αργία, διαρκεί επτά ημέρες και τελειώνει πάλι με αργία. Είναι φθινοπωρινή γιορτή και στους Βιβλικούς χρόνους επισφράγιζε το τέλος της συγκομιδής των ελιών και των καρπών καθώς και του τρύγου. Οι οδηγίες για το γιορτασμό της αναφέρονται στο κγ’ κεφάλαιο του Λευϊτικού. Την πρώτη μέρα συγκεντρώνονταν όλοι μαζί και έπαυε κάθε χειρωνακτική ασχολία. Στη συνέχεια και για επτά ημέρες γίνονταν προσφορές με φωτιά. Τη τελευταία ημέρα οι γιορταστικές εκδηλώσεις αποκορυφώνονταν με άγια σύναξη. Στη διάρκεια της Σ. οι Ισραηλίτες κατασκεύαζαν σκηνές από κλαδιά ιτιάς, φοινικιών, και άλλων δέντρων, στις οποίες έμεναν όσο αυτή διαρκούσε, σε ανάμνηση των προγόνων τους που έζησαν σε σκηνές τα 40 χρόνια της περιπλάνησης τους. Η γιορτή αυτή γιορτάζεται και σήμερα, το Σεπτέμβριο, από τους ορθόδοξους Εβραίους.
* * *
η, ΝΑ [σκηνοπηγῶ]
1. εγκατάσταση σκηνών
2. φρ. «σκηνοπηγίας εορτή» — γιορτή τών Εβραίων σε ανάμνηση τής διαμονής τους σε σκηνές μετά την έξοδό τους από την Αίγυπτο στην έρημο τού Σινά
αρχ.
κτίσιμο φωλιάς («οἷον πρῶτον ἐπὶ τῶν ὀρνίθων ἡ τῆς χελιδόνος σκηνοπηγία», Αριστοτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σκηνοπηγία — σκηνοπηγίᾱ , σκηνοπηγία setting up of tents fem nom/voc/acc dual σκηνοπηγίᾱ , σκηνοπηγία setting up of tents fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκηνοπηγίᾳ — σκηνοπηγίαι , σκηνοπηγία setting up of tents fem nom/voc pl σκηνοπηγίᾱͅ , σκηνοπηγία setting up of tents fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκηνοπηγία — η 1. στήσιμο σκηνών σε κάποιο μέρος. 2. γιορτή των Εβραίων σε ανάμνηση της διάβασης της ερήμου από τους προγόνους τους, όταν έφυγαν από την Αίγυπτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκηνοπηγίας — σκηνοπηγίᾱς , σκηνοπηγία setting up of tents fem acc pl σκηνοπηγίᾱς , σκηνοπηγία setting up of tents fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκηνοπηγίαι — σκηνοπηγία setting up of tents fem nom/voc pl σκηνοπηγίᾱͅ , σκηνοπηγία setting up of tents fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκηνοπηγίαν — σκηνοπηγίᾱν , σκηνοπηγία setting up of tents fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκηνοπηγιῶν — σκηνοπηγία setting up of tents fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκηνοπηγίαις — σκηνοπηγία setting up of tents fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκηνοπήγιον — τὸ, Μ [σκηνοπηγία] 1. σκηνή 2. στον πληθ. τὰ σκηνοπήγια η εβραϊκή γιορτή σκηνοπηγία …   Dictionary of Greek

  • Mid-Pentecost — The twelve year old child Jesus in the temple (Russian icon, XV XVI cent.) Observed by Eastern Orthodox and Eastern Catholic Christians using the Byzantine Rite …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”